λινοερκής

λινοερκής
λῐνο-ερκής, ές,
A surrounding with nets or snares, Nonn.D.26.55; cf. foreg.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λινοερκής — λινοερκής, ές (Α) περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι ερκής, εν ερκής] …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λινοερκέι — λινοερκέϊ , λινοερκής surrounding with nets dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”